τσακίρικος

τσακίρικος
-η, -ο, Ν [τσακίρης]
(για μάτι) γαλανός και, κατ' επέκταση, ελκυστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσακίρικος — η, ο που έχει γαλανά μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσακιρός — ή, ό, Ν τσακίρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσακίρης, κατά τα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”